Businesses
Location unknown
Ετυμολογία επεξεργασία. κουρείο ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Αριστοφάνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κουρεῖον. Ουσιαστικό επεξεργασία. κουρείο ουδέτερο.
Noun edit. κουρείο • (koureío) n (plural κουρεία). barbershop, barber's shop, hairdresser's. Declension edit. show ▽declension of κουρείο. case \ number ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. barber shop, barbershop (US), barber's shop (UK) n, (men's hairdressing salon), κουρείο ουσ ουδ.
Μετάφραση του όρου 'κουρείο' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
English translation of κουρείο - Translations, examples and discussions from LingQ.
Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα το Κούριο συνδέθηκε με τον ελληνικό μύθο του Άργους της Πελοποννήσου, όπου οι κάτοικοί του πίστευαν ότι ήταν απόγονοι ...